φτερό

φτερό
το
1. καθένα από τα ελαστικά κεράτινα στελέχη που έχουν τρίχες ή τριχοειδείς αποφύσεις και καλύπτουν το σώμα του πουλιού και που αποτελούν ιδίως τις φτερούγες και την ουρά του (σε αντιδιαστολή με τα πτίλα, δηλ. τα πούπουλα).
2. φτερούγα, φτερό (ιδίως στον πληθ.): Τα φτερά του περιστεριού.
3. καθετί που μοιάζει με φτερό, όπως π.χ. το πλατύ μέρος του κουπιού, το πλατύ μέρος από το βραχίονα έλικα κτό.
4. βεντάλια από φτερά.
5. ξεσκονιστήρι από φτερά.
6. καθένα από τα ημικυλινδρικά ή όχι ελάσματα άμαξας ή ποδηλάτου ή καθένα από τα μέρη της καρότσας αυτοκινήτου που επιστεγάζει το πάνω μισό των τροχών, για να συγκεντρώνει τις λάσπες.
7. εξάρτημα προσαρμοσμένο στο υνί αλετριού που χρησιμεύει για να ανατρέπει το χώμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φτερό — Καθένας από τους κεράτινους σχηματισμούς του δέρματος που, μαζί με τα πούπουλα, καλύπτουν το σώμα των πουλιών. Σε ένα φ. διακρίνονται ο άξονας ή μεσαίο στέλεχος και το γένειο. Το κατώτερο μέρος του άξονα, που ονομάζεται κάλαμος, είναι κοίλο,… …   Dictionary of Greek

  • πένα — Γραφίδα από φτερό ή μεταλλική. Π. λέγεται και ο κονδυλοφόρος. Η π. αναφέρεται για πρώτη φορά στα χρόνια του βασιλιά των Οστρογότθων Θεοδώριχου. Ο Θεοδώριχος ήταν αγράμματος και για να υπογράφει χρησιμοποιούσε ένα διάτρητο έλασμα, ανάμεσα στις… …   Dictionary of Greek

  • εχινόδερμα — (echinoderma). Φύλο ασπόνδυλων ζώων αποκλειστικά θαλάσσιων, με ποικίλη εξωτερική μορφή. Τα ενήλικα άτομα έχουν πεντακτινωτή συμμετρία, η οποία επιτρέπει την εσωτερική διαίρεση του ζώου σε πέντε τμήματα κατά τους κύριους άξονες του σώματος. Η… …   Dictionary of Greek

  • πεννάτουλα — η ζωολ. γενική ονομασία τών αποικιακών οκτωκοραλλίων κνιδοζώων, κν. φτερό τής θάλασσας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. pennatula < λατ. pennatus «φτερωτός» < λατ. penna «φτερό»] …   Dictionary of Greek

  • πτέρις — Γένος φυτών της οικογένειας των πολυποδιιδών. Περιλαμβάνει περίπου 90 είδη, που απαντούν στις θερμές περιοχές. Οι π. είναι ποώδη φυτά, πολυετή, με ριζωματικά φύλλα και πολυσχιδή. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει το είδος π. η αέτειος, γνωστή και… …   Dictionary of Greek

  • πτέρυγα — η / πτέρυξ, υγος, ΝΜΑ ευκίνητο μέλος τού σώματος όργανο πτήσης τών πτηνών και τών εντόμων, η φτερούγα, το φτερό (α. «εάν την δύναμιν / ακούσουν τών πτερύγων / οι αετοί», Κάλβ) β. «ὅν τρόπον ἐπισυνάγει ὄρνις τὰ νοσσία ἑαυτῆς ὑπὸ τὰς πτέρυγας», ΚΔ …   Dictionary of Greek

  • πτερό — Bλ. λ. Φτερό. * * * το / πτερόν, ΝΜΑ βλ. φτερό …   Dictionary of Greek

  • πτέρυγα — πτέρυγα, η και φτερούγα, η 1. φτερό πουλιών. 2. ό,τι μοιάζει με φτερό: Πτέρυγα του αεροπλάνου. 3. το άκρο της παράταξης στρατού, στόλου, αρμάτων κτλ., αλλ. κέρας. 4. θέση των βουλευτών στη Βουλή: Η πτέρυγα της αντιπολίτευσης. 5. τα πλαϊνά… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πτερύγιο — πτερύγιο, το και φτερούγι, το 1. μικρό φτερό. 2. καθετί που μοιάζει με φτερό: Πτερύγιο του ψαριού. – Πτερύγιο του αυτιού. – Πτερύγιο της μύτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Liste Swadesh Du Grec Moderne — Liste Swadesh de 207 mots en français et en grec moderne. Sommaire 1 Présentation 2 Liste 3 Voir aussi 3.1 Bibliographie …   Wikipédia en Français

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”